Έρωτας ο Εράσμιος Λόγος.

Θεωρώ πως ελάχιστοι θα εισέρχονταν στη διαδικασία να συνδέσουν την πρώτη λέξη του τίτλου με την Εκκλησία, τη ζωή της, τα πρόσωπα της. Φαίνεται πως λέξεις όπως εράσμιος, έρωτας, ερωτικότητα, αποτελούν ξένο δάνειο μιας ισχυρής προκλητικής τάσης που επιδιώκει να δραπετεύει από τη μανικότητα της ζωής και την πλήρωση της.

Έρωτας. Μία ακόμη απαγορευμένη λέξη. Απαγορευμένο βίωμα; Οι λέξεις μας τρομάζουν μέσα στην Εκκλησία. Φανταζόμαστε λέξεις ανίερες, αμαρτωλές. Έχουμε συσσωρεύσει τόσους απαγορευμένους καρπούς στο χρονοντούλαπο της και τρομάζουμε ακόμη και στο ψέλλισμα τους. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς μας καθησυχάζει, καθότι μας λέει πως η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στα πράγματα. Οι λέξεις φοβίζουν. Θεωρώ πως συμβαίνει και κάτι ακόμη ενδόμυχα. Φοβίζουν γιατί μέσα στην Εκκλησία το βάρος του βιώματος των λέξεων αυτών είναι αβάσταχτο. Δεν αντέχεται τόση αγάπη, τόση ερωτικότητα από τα πρόσωπα. Κι εφόσον δεν την αντέχουν και δεν την κοινωνούν σε σχέση με τον Θεό και μεταξύ τους, τότε γίνονται άτομα. Δεν υπάρχει περαιτέρω τομή ενώπιον μιας τέτοιας ανθρωπολογικής ύβρεως.

Ο έρωτας τρομοκρατεί. Σαν να πασχίζει να επιβληθείς το σώμα της Εκκλησίας και να το αλλοιώσει. Να αλλοιώσει τί όμως; Την εκστατικότητα που συνεπαίρνει εκείνους που ζουν σε άλλες υψηλές θεωρίες; Την ερωτικότητα του Θεού προς τον άνθρωπο; Μήπως εκείνη του ανθρώπου προς τον Θεό; Όπως και να έχει εξακολουθούμε να ζούμε στον 5ο αιώνα. Τίποτε δεν έχει ξεκαθαριστεί και δεν φαίνεται πως κάτι θα ξεκαθαρίσει. Ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ήδη από τον 5ο αιώνα ήρθε αντιμέτωπος με χριστιανούς που φοβόντουσαν τον ‘’έρωτα’’. Στα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, γίνεται σαφής: ‘’Ὥστε τοῦτο δή τό τοῦ ἔρωτος ὄνομα μή φοβηθῶμεν, μηδέ τίς ἡμᾶς θορυβείτω λόγος περί τούτου δεδιττόμενος’’. Κι ο όσιος Συμεών Νέος Θεολόγος με τους καταπληκτικούς ύμνους θείων ερώτων, την ίδια αντιμετώπιση είχε. Πολλοί στάθηκαν επιφυλακτικά απέναντι του, όπως και στη θεολογία του, ενώ αυτό στοίχισε και στην υστεροφημία του.

Η αγάπη δεν απουσιάζει. Οι Πατέρες ταυτίζουν τις δύο έννοιες. Κατά Μάξιμο Ομολογητή, ‘’τό θεῖον οἱ θεολόγοι ποτέ μεν ἔρωτα ποτέ δε ἀγάπην, ποτέ δε ἐραστόν και αγαπητόν καλοῦσι’’. Βέβαια, επιλέχθηκε η λέξη έρωτας από τους Πατέρες. Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας εξηγεί πως ο όρος έρωτας αναφέρεται στην ‘’αισθητική πλευρά του μυστηρίου της σωτηρίας και τελείωσης, αποκαλύπτοντας την ομορφιά και η φωτοδοτική μεταμόρφωση και εκλάμπρυνση’’. Έτσι, το αριστοτελικό ακίνητο κινούν έρχεται να αντικατασταθεί από την εκστατικότητα του έρωτα που έχει ο Θεός , έρωτα ορμητικότητας, κοινωνικότητας. Εξάλλου, για τον Αγάθωνα του πλατωνικού Συμποσίου ο έρωτας αδειάζει τον άνθρωπο από την αλλοτριότητα, τον οποίο και ανυψώνει στο θείο κάλλος.

Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, στο ‘’Περί Θείων Ονομάτων’’, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων στον έρωτα, δίνει έναν ορισμό: ‘’Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινά καί συγκρατικήν δύναμιν ἐννοήσωμεν’’. Είτε είναι θείος έρωτας, είτε είναι φυσικός έρωτας, ο έρωτας είναι δύναμη που ενώνει και συγκρατεί. Είναι αλήθεια πως η λέξη αυτή δαιμονοποιήθηκε. Η νεοπλατωνική αντίληψη δεν συμβιβαζόταν με τον έρωτα του τέλειου Θεού προς τον άνθρωπο, αφού ο έρωτας ως όρος δηλωτικός της έλλειψης δεν μπορεί να αφορά τον τέλειο Θεό. Ο έρωτας εξορίστηκε.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Μάξιμος Ομολογητής, Συμεών Νέος Θεολόγος, Ιωάννης Κλίμακος έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους. Και για να περιγράψουν τον έρωτα, δανείστηκαν εικόνες από τη σχέση των ανθρώπων. Ο Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: ‘’Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νου του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάσει, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ’ αυτούς που αν και έχουν σώμα είναι ασώματοι (και ασκούν τον πνευματικό έρωτα)’’. Και ο Συμεών Νέος Θεολόγος στους Ύμνους του γράφει για τον πόθο του προς τον Χριστό πως περπατάει και πουθενά δεν βρίσκει τον εραστή της ψυχής.

Ο Νίτσε στο ‘’Πέρα από το καλό και το κακό’’ σημειώνει πως ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο και ο έρωτας, αν και δεν πέθανε από αυτό, όμως εκφυλίστηκε σε ελάττωμα. Δεν έχει άδικο, αφού οι άγιοι Αυγουστίνος και Ιερώνυμος στάθηκαν επικριτικά απέναντι στον έρωτα και τη σεξουαλικότητα. Και φυσικά, η δυτική θεολογική αντίληψη. Όχι, όμως η αντίληψη των Πατέρων της Εκκλησίας. Πράγματι, το ευσεβιστικό στοιχείο εντός της Εκκλησίας δεν αρκέστηκε στην ενοχοποίηση του έρωτα αλλά και στην αφαίμαξη της ερωτικότητας. Γλιστρώντας από την ερωτικότητα του Θεού προς τον άνθρωπο, ‘’ὁ γάρ ἀγαθοεργός ἔρως ἐκίνησε τό θεῖον εἰς πρόνοιαν, εἰς σύστασιν ἡμῶν’’ κατά Μάξιμο Ομολογητή, εγκλώβισε τα πρόσωπα στην ηδονή της αυτοερωτικότητας που ξεπρόβαλλε ως μύχιος πόθος εκείνης της υποκρισίας που θέλει να μιλάει για θείο έρωτα αλλά να αγνοεί την εργασία υιοθεσίας αυτής της ερωτικότητας.

Ο έρωτας έχει παρεξηγηθεί στην Εκκλησία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αναφέρεται όταν περιγράφει τον έρωτα του ανθρώπου προς τον Θεό και συγκεκριμένα του μοναχού προς τον Θεό. Πουθενά αλλού λόγος. Πρέπει να διατηρηθεί, φαίνεται, η αγνότητα και η καθαρότητα μέσα στην Εκκλησία. Και ο Μάξιμος, ο Διονύσιος, ο Συμεών; Λησμονήθηκαν; Εξορίστηκαν όπως ο Χριστός; Κι εμείς; Εκκλησία καθαρών και ηθικιστικά τακτοποιημένων ανθρώπων; Ατσαλάκωτων και ξένων προς κάθε αμαρτωλή ερωτικότητα; Ακόμη κι ένας καφές, έλεγε ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, θέλει ερωτικότητα για να πετύχει. Όταν οι Πατέρες τολμούσαν στην εποχή τους, σήμερα το ευσεβιστικό και ηθικιστικό στοιχείο που έχει γεμίσει την Εκκλησία με υποκρισία, δολιότητα, κακότητα, αναζητά να σταυρώσει ξανά τον Χριστό, τον ‘’δικό μου έρωτα’’ του αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου.

Την ίδια στιγμή που πρόσωπα εντός της Εκκλησίας αναδεικνύονται ως τα κατεξοχήν ανέραστα πρόσωπα, ένας ‘’άθεος’’ φιλόσοφος εκφράζεται με εμφανή την ερωτική του αναζήτηση. ‘’Θέλω πολύ να Σε γνωρίσω Εσένα τον άγνωστο Θεό. Εσένα ακριβώς που διεισδύεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου. Η ζωή μου μοιάζει με μια καταιγίδα που περιτριγυρίζει τον κόσμο. Ω, Εσύ ο απόλυτα ακατάληπτος, ο ασύλληπτος, ο συγγενής μου. Εσένα επιθυμώ να γνωρίσω, Εσένα τον Ίδιο να υπηρετήσω’’ (Νίτσε).

Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)

Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων

0
http://exitmind.com/