Η γιόγκα αποτελεί την πλέον διαδεδομένη πτυχή της θρησκείας του Ινδουισμού που στη Δύση μάλιστα εσφαλμένα εκλαμβάνεται ως κάτι αποκλειστικά σωματικό. Η γιόγκα ιδωμένη ως μορφή γυμναστικής δείχνει την άγνοια της πραγματικής της ουσίας. Η γιόγκα είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση πνευματική θρησκευτική πράξη με στόχο την ένωση με το Βράχμαν. Υποτίθεται πως βοηθά στην απελευθέρωση από την ενοχή που έχει συσσωρευθεί στον άνθρωπο προκειμένου αυτός να (δια)σπάσει τον τροχό των αναγεννήσεών του, το αρνητικό του κάρμα. 0 διαλογισμός είναι μια μορφή γιόγκα. Αλλα ας το εξετάσουμε διεξοδικότερα: μια και στη Δύση έχει εν τω μεταξύ καταντήσει να εξυπηρετεί τα πάντα και τους πάντες: γιόγκα για φοιτητές για υποψήφιες μητέρες, για διοικητικά στελέχη και διευθυντές για την απόκτηση υγείας και ευεξίας, για αδύναμους μαθητές ή και για να γίνει κανείς καλύτερος χριστιανός (!), όπως τουλάχιστον διατείνονται σε κάμποσες ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες· κοντολογίς, η γιόγκα είναι απάντηση σε όλα τα προβλήματα της ζωής
Πρόκειται πράγματι για μια επιχείρηση πολλών δισεκατομμυρίων, αφού σήμερα τίποτα δεν γίνεται χωρίς γιόγκα και οι μπίζνες αυγατίζουν κι απογειώνονται ολοένα και πιο πολύ, διότι βεβαίως ποιος δεν θέλει να απαλλαγεί από πράγματα και καταστάσεις στρεσογόνες, ποιος δεν γυρεύει μια ήσυχη «όαση» μέσα σε έναν κόσμο ανήσυχο, πολύβουο, που έχει απολέσει την πίστη στην Εκκλησία και μαζί με αυτή και την πίστη στον Ιησού Χριστό; Το ότι ακριβώς τούτο είναι ο λόγος για τη χαμένη ειρήνη, αυτό προφανώς δεν το έχει παρατηρήσει σχεδόν κανείς. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη τους στη θρησκεία μας και στρέφονται προς τη γιόγκα που τάχα δεν είναι θρησκεία, όπως επιμελώς τονίζεται, αλλά απαλλαγμένη από θεσμούς κι οργάνωση, εξατομικευμένη xat δίχως κανόνες κι εντολές, δίχως φιλοσοφία, από τα πανάρχαια χρόνια του Ινδουισμού επιδιώκει τάχα να συνενώσει το πνεύμα με το σώμα μέσω της αυτοσυγκέντρωσης, της ενατένισης και του διαλογισμού. Και πράγματι, σε καμία άλλη εποχή δεν στράφηκαν κι αφοσιώθηκαν οι μάζες στη γιόγκα με μεγαλύτερο δόσιμο από όσο στη δική μας, του μεταχρι-στιανικού πολιτισμού. Πάντως, παρεμπιπτόντως, πολλοί από όσους εξασκούσαν τη γιόγκα στράφηκαν τελικά κάποια στιγμή στον Ινδουισμό…!
Ούτε πάλι Δεν ξοδευόταν τόσο πολύ χρήμα, όσο σήμερα, προκειμένου τάχα να αποκατασταθεί η χαμένη ισορροπία και να επιτευχθεί η μείωση του στρες με τις διάφορες μορφές γιόγκα: Λστάνγκα για ενδυνάμωση (power yoga), Μενγκάρ (ασκήσεις εδάφους και τεντοιματος), Κουνταλίνι (διαλογισμός, αναπνοή, στάσεις), Γίνιγιογκα (κίνηση και αναπνοή), καθώς και ειδικές γιόγκα για παιδιά, για γυναίκες (αυτές αποτελούν το 89% των συμμετεχόντων!), για τα μάτια, την πλάτη, την εμμηνόπαυση, επίσης γιόγκα στο νερό (Aqua yoga) ή ακόμη και «doga», δηλαδή γιόγκα για τον σκύλο(!) και ποιος ξέρει τι άλλο. Πάντως, παρά τις όποιες επιστημονικές μετρήσεις και εξετάσεις, ποτέ δεν στάθηκε δυνατόν να αποδειχθεί με βεβαιότητα πως το καρδιαγγειακό σύστημα, οι αρθρώσεις ή ακόμη και οι νοητικές λειτουργίες και ικανότητες βελτιώθηκαν πραγματικά μέσω της γιόγκα. Αλλά ακόμη και οι φόβοι ή το στρες στο τέλος τέλος μονάχα μετατίθενται, δεν αίρονται. Ως μόνο θετικό στην όλη υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί η αθλητική πτυχή του πράγματος, η οποία ωστόσο εξαγοράζεται σε σύγκριση με μια τρεχάλα στο δάσος ή μια επίσκεψη στο σινεμά πάρα πολύ ακριβά. Όταν όμως μας την πλασάρουν ποπ σταρς, όπως η Μαντόνα, και αστέρες τοο κινηματογράφου σαν την Τζούλια Ρόμπερτς, πώς εμείς θα τολμήσουμε να την αμφισβητήσουμε, που τόσο πολύ μας αρέσει να ταυτιζόμαστε μαζί τους;
Καθοριστικό λοιπόν ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί η γιόγκα να παγκοσμιοποιηθεί και να παραμείνει ταυτόχρονα «απλώς» γυμναστική; Οι διδάσκαλοι της γιόγκα, καθώς κι οι μελετητές των γραφών στην Ινδία (οι ρίσις=σοφοί) γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Κι οι ίδιοι άλλωστε βλέποντας έναν χριστιανό να γονατίζει στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δεν θα έλεγαν βεβαίως πως κάνει γυμναστική. Αντιθέτως, οι ρίσις ξέρουν καλά πως δεν υπάρχει τίποτε στη γιόγκα που να μην είναι συνδεδεμένο με κάποια θεότητα, και πως οι ενέργειες εκείνων πάντοτε παρεισφρέουν στις ασκήσεις και τους ασκουμένους. Οι γιόγκις επιμένουν στην τήρηση της σωστής σειράς των επτά βαθμίδων προκειμένου να φτάσει κανείς με ασφάλεια στον στόχο. Κανείς πρέπει να αρχίζει πάντα από την πρώτη βαθμίδα και έπειτα αργά αργά να ανέλθει έως την όγδοη. ‘Οποιος δεν τηρήσει αυτή την εξελικτική πορεία διατρέχει μέγιστο κίνδυνο που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην αυτοκτονία, επειδή η όλη φυσιολογία, ο μεταβολισμός και ακολούθως και ο ψυχισμός συγκρούονται με τέτοιες ενέργειες που μπορούν να συντρίψουν ολόκληρο το είναι.
Στόχος της πρώτης και της δεύτερης βαθμίδας (γιάμα και νγιάμα) είναι η κάθαρση της συνειδήσεως και του συνειδητού του ανθρώπου σαν να λέμε «γενική καθαριότητα». Η τρίτη βαθμίδα, γνωστή ως χάθα γιόγκα. (Hatha Yoga) (περιλαμβάνει ασάνες, δηλαδή στάσεις και καθίσματα) οδηγεί τον ασκούμενο σε ησυχία, κατάσταση ακινησίας και σταθερότητα. Αυτά τα κατακτά και τα εμπεδώνει ο ασκούμενος με ασκήσεις για τον έλεγχο του σώματος, για το οποίο λέγεται πως περικλείει σελήνες και ηλίους, δηλαδή ενεργειακά κέντρα· τη δε «ελευθερία» την αποκτά κανείς μόνο -σύμφωνα με τα λεγόμενα- όταν αυτά τα αντιτιθέμενα σωματικά κέντρα εναρμονιστούν με τον συμπαντικό Κόσμο. Οι παραπάνω ασάνες θεωρείται πως εισάγουν στην τέταρτη βαθμίδα μέσα από τεχνικές αναπνοής (πραναγιάμα) προς αυτοκυριαρχία και φωτισμό, αλλά και αποδοχή κοσμικών
Δυνάμεων (πράνες). Μέσα από κάθε διαφορετική στάση διοχετεύονται στο σώμα και στον χώρο ελεύθερα περιρρέουσες ενέργειες. Οι ενέργειες αυτές καθίστανται επικίνδυνες τότε, όταν ο μαθητευόμενος ακόμη ασκούμενος δεν τις ελέγχει σωστά μέσω της επακριβώς αντίστοιχης στάσης καθίσματος. Κάθε στάση ελέγχει συγκεκριμένα ενεργειακά σημεία του σώματος, όπως θα δούμε αμέσως στη γιόγκα Κουνταλίνι (Kundalini yoga). Στην πέμπτη βαθμίδα (πρατ-γυχχάρα) επιτυγχάνεται υποτίθεται η ενδοσκόπηση. Το πνεύμα αποτραβιέται από όσα αντιλαμβάνεται νοητικά. Τα επίπεδα έξι, επτά κι οκτώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους: Η σαμιγιάνα (Samyana) συνίσταται σε πνευματική αυτοσυγκέντρωση (π.χ. μάντρα), ενώ η ντγιάνα (Dkyana) είναι καθαρός διαλογισμός (καθετί εξωτερικό θεωρείται παράγοντας παρεμβολής κι όχλησης και απορρίπτεται) και οδηγεί στη βαθμίδα οκτώ, τη σαμάντι (Samadhi), δηλαδή στην αυτοδιάλυση σε πανευδαίμονη μακαριότητα (ποιος άραγε θα είναι αυτός που δεν θα νιώθει τη μακαριότητα, έτσι καθώς θα είναι, υποτίθεται, ελεύθερος από την ψευδαίσθηση της ζωής;).
Ας ξαπλώσουμε λοιπόν ανάσκελα, πόδια ελαφρώς ανοιγμένα, στόμα ελαφρώς ανοιγμένο, και να μη σκεφτόμαστε «τίποτα» ή να σκεφτόμαστε τον αριθμό μηδέν. Ας αφεθούμε μετά στην απόλυτη χαλάρωση. Στάδιο δεύτερο: Ασκήσεις αναπνοής, ώστε να ρεύσει μέσα μας μπόλικη κοσμική ενέργεια. Οι δάσκαλοι της γιόγκα μάς διαβεβαιώνουν πως με τον τρόπο αυτό ανανεώνονται στο πέρασμα του χρόνου όλα τα κύτταρα της ύπαρξής μας. Τεταμένα νεύρα καλμάρουν, η κόπωση εξαφανίζεται, εμείς ηρεμούμε, γινόμαστε παθητικοί, η λογική σκέψη παύει…, κοντολογίς, τo πράγμα αποδίδει και ο «ασθενής» νιώθει κιόλας ευφορία· «Καλέ, πέτυχε!». Κι εμείς θα αισθανόμαστε ξαναγεννημένοι -τι λέω;- θα είμαστε ξαναγεννημένοι· έτσι τουλάχιστον υπόσχονται στον ασκούμενο. Επανενώνονται τότε κατά την ερμηνεία της γιόγκα το σώμα (μάγια. Maya) και το πνεύμα (άτμαν, Atman) που πριν, στη γη. ήταν χωρισμένα, με το απρόσωπο Απόλυτο. Και ο Δυτικός δεν καταλαβαίνει ότι με τον τρόπο αυτό προετοιμάζεται ο ίδιος για έναν εντελώς διαφορετικό πνευματικό στόχο: ‘Οτι «αρπάζεται» από το πνεύμα της πλάνης, μιας αδιόρατης αυτοδηλητηρίασης, και τρέχει ολοταχώς με «παιγνιώδη» διάθεση στην παγίδα του σιωπηλού διαλογισμού, παραπλανημένος από την παθητικότητα και την ταχύτατα ορατή «επιτυχία».
Έμπειροι γκουρού στην Ινδία γνωρίζουν εκείνο που προφανώς διαφεύγει πολλών δασκάλων της γιόγκα στη Δύση, ότι δηλαδή ακριβώς κάθε άσκηση συνδέεται με κάποια ινδουιστική θεότητα, της οποίας η ενέργεια εισρέει ελεύθερα στον ασκούμενο, όταν αυτός εκτελεί τις ασκήσεις της γιόγκα (συμφυρμός κι αφομοίωση με το κενό)· διδάσκουν πως ακόμη και οι κατώτερες βαθμίδες (π.χ. η χάθα γιόγκα) δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις επόμενες. Η γιόγκα είναι θρησκεία, στόχος της είναι η απόκτηση πνευματικότητας και αποτελεί αφέλεια, που αγγίζει τα όρια της προδοσίας, το να αποσιωπάται τούτο από τον εκάστοτε ασκούμενο εφαρμόζοντας μονάχα το σωματικό κομμάτι τούτης της πανάρχαιας τεχνικής. Ο ασκούμενος καθίσταται έτοιμος, δίχως να το καταλάβει, να υιοθετήσει συγκεκριμένες πνευματικής φύσεως θέσεις, ιδέες και εμπειρίες· ακόμη κι αυτή η κόλαση δεν πρέπει να φοβίζει ιδιαίτερα, αφού κι αυτή είναι απλώς μια περαστική κατάσταση του κάρμα (κατα τη διδασκαλία των Πουράνων), όπως εξάλλου και ο Παράδεισος που -θυμόσαστε; – γεμάτος από νεαρές χορεύτριες (χαιρετίσματα από τον Αλλάχ!), δεν είναι παρά ένα ακόμη ενδιάμεσο, περαστικό στάδιο του κάρμα. Απελευθέρωση λοιπόν μέσω τεχνικής ιάσεως και όχι αυτός καθαυτόν ένας τόπος ιάσεως. «Νέα γέννηση» μέσω γιόγκα και διαλογισμού παρά αναγέννηση «διά πνεύματος καί ύδατος» (Ιωάν. ε’, 5), όπως μας την προσφέρει ο Χριστός.
Τι συμβαίνει όμως στο πνευματικό επίπεδο; Η επιφανειακή «ειρήνη», την οποία βιώνει ο ασκούμενος, είναι τότε μονάχα φυσιολογική, εφόσον αυτή αποτελεί μια πρόσκαιρη φυγή από το άγχος της επαγγελματικής και καθημερινής ζωής· τίποτα δηλαδή περισσότερο από μια επίσκεψη στον κινηματογράφο, το θέατρο ή μια συναυλία. Το κόλπο και παγίδα συνάμα αυτής της «νάρκωσης» έγκειται ωστόσο στο ότι επιδιώκει να καταστήσει το άτομο εξαρτημένο από την αναζήτηση ηρεμίας και ταυτόχρονα να παραλύσει τη δυναμική που έχει ο Θεός εμφυσήσει στον άνθρωπο, δηλαδή την αναζήτηση της «πληρότητας διά της αγάπης και της ειρήνης», εν τέλει δε να οδηγήσει στην όλη αστοχία ως προς την επίτευξη του στόχου της ζωής. Ο άνθρωπος εξαιτίας της πτώσεως και της απώλειας του Παραδείσου έχασε αυτή την κατάσταση του είναι και την ενέκλεισε ερμητικά, την τσιμεντοποίησε μέσα στην εγωιστική αυτοπροστασία (ο συνάνθρωπος οράται ως «κίνδυνος», το εγώ αυτοαγαπάται). Τούτη η ανισορροπία μπορεί να ιαθεί μόνο μέσα από τη συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας, με το να γκρεμιστεί δηλαδή ο τοίχος που χωρίζει τον άνθρωπο από τον πλησίον του.
Η γιόγκα αντιθέτως δεν είναι ίαση, αλλά απλώς υποκατάστατο, μια αναισθησία, που τυφλώνει τον άνθρωπο, ώστε αυτός συσκοτισμένος να μην συνειδητοποιεί την αμαρτία του (προδοσία της αγάπης)· η γιόγκα είναι επικεντρωμένη Ο Χριστός μας λέει: «…Τη δική μου ειρήνη σας δίνω. Δε σας τη δίνω όπως τη δίνει ο κόσμος» (Ιωάν. ιδ\ 27). Πιο ξεκάθαρα δεν θα μπορούσε να δοθεί η διαφορά.
Ο Κλάους Κένεθ γεννήθηκε στην Τσεχοσλοβακία το 1945, τη νύχτα που ο κόκκινος στρατός κατέλυε το Γ΄ Ράιχ. Την παιδική του ηλικία σημάδεψαν οι τεράστιες κακουχίες και η γονεϊκή εγκατάλειψη. Σε νεαρή ηλικία κακοποιείται σεξουαλικά από έναν καθολικό ιερέα, πράγμα που τον κάνει να αποστραφεί βαθιά τον Χριστιανισμό. Στα εφηβικά του χρόνια εξωθείται σε αντικοινωνικές και αναρχικές συμπεριφορές, απότοκο των οποίων είναι οι συχνές καταδίκες και φυλακίσεις του. Τριγυρνά με εφηβικές συμμορίες σε όλη τη Γερμανία και ζει έντονη νυχτερινή ζωή παίζοντας μουσική σε κακόφημα κλαμπ. Στα μετεφηβικά του χρόνια επιχειρεί να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Τιβίγγης, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του και βυθίζεται για επτά χρόνια (1967-1973) στον κόσμο των ναρκωτικών. Περιπλανιέται σ` ολόκληρο τον ανατολικό κόσμο αναζητώντας την αλήθεια και -κυρίως- τη δύναμη να εξουσιάζει τους ανθρώπους, τους οποίους μισεί ολοένα και περισσότερο. Γνωρίζει τον Ισλαμισμό, τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό και θητεύει για χρόνια στις τάξεις τους. Μην μπορώντας να βρει λύση στα προσωπικά του αδιέξοδα ρίχνεται στις καταχρήσεις, ενώ η ενασχόληση του με τη μουσική δεν αρκεί για να κορέσει τη δίψα του για νόημα ζωής. Στη συνέχεια, καταφεύγει στον λατινοαμερικάνικο αποκρυφισμό και τη μαγεία. Όμως, μια απειλή κατά της ζωής του στην Κολομβία, τον φέρνει αντιμέτωπο με το όριο της ζωής του. Το 1981, σε ηλικία τριάντα έξι ετών, επιστρέφει στην Ευρώπη, ξαναπιάνει τις σπουδές του και, ολοκληρώνοντας τις, διορίζεται καθηγητής σε σχολείο. Ταυτόχρονα, αρχίζει να έρχεται σε επαφή με τον Προτεσταντισμό. Μεταστρέφεται σιγά σιγά στον Χριστιανισμό και το 1983 γνωρίζει τον γέροντα Σωφρόνιο, ο οποίος γίνεται πνευματικός του πατέρας και σημαδεύει την μετέπειτα πορεία του. Το 1986 βαπτίζεται Ορθόδοξος στη Γενεύη και η ζωή του αρχίζει να γίνεται μια διαρκής μαρτυρία Χριστού. Μεταφράζει στα Γερμανικά με την ευλογία του γέροντα Σωφρονίου το έργο του τελευταίου “Η ζωή του ζωή μου”, καθώς και πληθώρα άλλων ορθόδοξων πατερικών έργων. Περιοδεύει σε όλη την Ευρώπη μιλώντας για την Ορθοδοξία και αφηγούμενος την προσωπική του πορεία σε συνέδρια, παρουσιάσεις, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Το 2000 ιδρύει την Ακαδημία του Βασιλέως Σολομώντα στην Κένυα, καθώς και το Ίδρυμα του Αγίου Σάββα στη Σερβία. Μέσα από το πρώτο ιδρύει σχολεία και ορφανοτροφεία στην Αφρική, ενώ μέσα από το δεύτερο προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές των ορφανών του πολέμου στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Το 2005 συνταξιοδοτείται από την καθηγητική του εργασία και συνεχίζει μέχρι σήμερα να μιλά και να γράφει για τον Χριστό.
1